παιπαλόεις

παιπαλόεις
παιπαλόεις
rugged
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιπαλόεις — παιπαλόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ.) 1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη] …   Dictionary of Greek

  • παιπαλόεν — παιπαλόεις rugged masc voc sg παιπαλόεις rugged neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλόεντα — παιπαλόεις rugged neut nom/voc/acc pl παιπαλόεις rugged masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλοέντων — παιπαλόεις rugged masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλοέσσης — παιπαλόεις rugged fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλοέσσῃ — παιπαλόεις rugged fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλοέσσῃς — παιπαλόεις rugged fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλόεντος — παιπαλόεις rugged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλόεσσα — παιπαλόεις rugged fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπαλόεσσαι — παιπαλόεις rugged fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”